- ὅρισαν
- ὁρίζωdivideaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὁρίσαν — ὁρίζω divide aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… … Dictionary of Greek
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… … Dictionary of Greek
κατάληψη — Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο… … Dictionary of Greek
μεσεγγύηση — (Νομ.). Ειδική μορφή παρακαταθήκης, με την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο, για το οποίο προβάλλουν δικαιώματα αμφισβητούμενα ή αβέβαια πολλά πρόσωπα, παραδίδεται για φύλαξη στην κατοχή τρίτου (μεσεγγυούχου), ώσπου να επιλυθεί η διαφορά. Η μ.… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Μέγας — (295 – 373 μ.Χ.). Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για την παιδική και τη νεανική του ηλικία, παρά μόνο ότι είχε άρτια φιλοσοφική και θεολογική μόρφωση. Ως διάκονος συνόδευσε τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της… … Dictionary of Greek